βιοποριστικός

βιοποριστικός
alimentaire

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βιοποριστικός — ή, ό ο σχετικός με τον βιοπορισμό …   Dictionary of Greek

  • βιοποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βιοπορισμό: Τα νέαφορολογικά μέτρα πλήττουν τα βιοποριστικά επαγγέλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”